- φυτοεργός
- φυτοεργόςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυτοεργός — όν, Α (ποιητ. τ.) βλ. φυτουργός … Dictionary of Greek
φυτοεργέ — φυτοεργός masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
φυτουργός — όν, ΜΑ, και φυτοεργός, όν, Α 1. αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, ιδίως δένδρα κήπου 2. μτφ. πρωτουργός, δημιουργός («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτουργός κηπουρός και κυρίως αμπελουργός αρχ. μτφ. (με ή… … Dictionary of Greek